- πτωχόμουσος
- πτωχό-μουσος, ον,A living (or rather starving) by his wits,
κόλαξ Gorg.Fr.15
(πτωχομουσοκόλακας cj. Vahlen).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόλαξ Gorg.Fr.15
(πτωχομουσοκόλακας cj. Vahlen).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτωχόμουσος — ον, Α αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό μουσος)] … Dictionary of Greek
πτωχόμουσον — πτωχόμουσος living masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
φτωχός — ή, ό / πτωχός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που στερείται τα απαραίτητα για τη ζωή, που ζει στη φτώχεια 2. αυτός που έχει ανεπαρκείς πόρους ζωής, πενιχρά οικονομικά μέσα (α. «έγινε έρανος για τους φτωχούς» β. «καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον… … Dictionary of Greek